ανασκουμπώνω

ανασκουμπώνω
(Μ ἀνασκουμπώνω)
Ι. ανασηκώνω τα μανίκια
«ανασκούμπωσέ με»
II. μέσ.
1. σηκώνω τα μανίκια και απογυμνώνω τα χέρια για να μην εμποδίζομαι στην εργασία μου
2. προετοιμάζομαι, είμαι έτοιμος να ενεργήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανακομβώ < ανα-* + κομβώ < κόμβος. Ο τ. ανασκουμπώνω με ανάπτυξη ενός -σ- κατ’επίδραση συγγενών ρημάτων (π.χ. ανασηκώνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”